- συνέντης
- Α(κατά τον Ησύχ.) «συνεργός».[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + *ἕντης«αυτός που πραγματοποιεί κάτι» (πιθ. από την απαθή βαθμίδα *sen- τής ρίζας τού ρ. ἀνύω*), βλ. και λ. αφέντης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνέντης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέντα — συνέντᾱ , συνέντης masc nom/voc/acc dual συνέντης masc voc sg συνέντᾱ , συνέντης masc gen sg (doric aeolic) συνέντης masc nom sg (epic) συνίημι bring aor part act masc acc sg συνίημι bring aor part act neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέντας — συνέντᾱς , συνέντης masc acc pl συνέντᾱς , συνέντης masc nom sg (epic doric aeolic) συνίημι bring aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek